- πυγμαχικός
- η , ό[ν] боксёрский;
πυγμαχικοί αγώνες — а) соревнования по боксу; — б) кулачные бой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πυγμαχικοί αγώνες — а) соревнования по боксу; — б) кулачные бой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πυγμαχικός — ή, ό, Ν [πυγμαχία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυγμαχία («πυγμαχικοί αγώνες») … Dictionary of Greek
πυγμαχικός — ή, ό που αναφέρεται στην πυγμαχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
σφαιρομαχία — ἡ, Α [σφαιρομάχος] πυγμαχικός αγώνας που γινόταν με σφαίρες … Dictionary of Greek